- Ωρανία
- ἡ, Α(βοιωτ. τ.) βλ. Ουρανία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ὠρανία — Ὠρανίᾱ , Ὠρανία the moon fem nom/voc/acc dual Ὠρανίᾱ , Ὠρανία the moon fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ουρανία — I Μία από τις εννέα Μούσες της ελληνικής μυθολογίας, προστάτιδα της αστρονομίας. Απεικονιζόταν συνήθως με στεφάνι από αστέρια στο κεφάλι, γαλάζια εσθήτα και μία σφαίρα και έναν διαβήτη στο χέρι. Οι αρχαίοι αστρολόγοι πίστευαν ότι είχε, όπως… … Dictionary of Greek